ἀνοκωχή

ἀνοκωχή
ἀνοκωχή, , redupl. form
A = ἀνοχή (cf. ὄκωχα [tense] pf. of ἔχω), stay, cessation,

κακῶν Th.4.117

; ἀ. νομῆς a stay in the spreading of the ulcer,
Aret.SD2.9, cf. 1.8.
2 esp. cessation of arms, truce, δι' ἀνοκωχῆς γίγνεσθαί τινι to be at truce with one, Th.1.40; ἀ. ἐστί τινι πρός τινα one party has a truce with another, Id.5.32.
II hindrance,

τριβὴ καὶ ἀ. τῶν Ἐλλήνων Id.8.87

. (Archaic word used by Th. acc. to D.H.Amm.2.3. Mss. generally have the corrupt form ἀνακωχή, which gave rise to a deriv.

παρὰ τὸ ἄνω τὰς ἀκωκὰς ἔχειν EM96.52

: but Hsch. gives the correct form. Ammon.Diff.19 attempts to distinguish the forms.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀνοκωχῇ — ἀνοκωχή stay fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοκωχή — stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακωχαῖς — ἀνοκωχή stay fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακωχαί — ἀνοκωχή stay fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακωχή — ἀνοκωχή stay fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοκωχῆς — ἀνοκωχή stay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοκωχήν — ἀνοκωχή stay fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • ανοκωχεύω — ἀνοκωχεύω (Α) [ανοκωχή] 1. (μτβ.) αναχαιτίζω, τραβώ πίσω, εμποδίζω, σταματώ 2. (ως ναυτ. όρος) ανακόπτω την πορεία του πλοίου, το σταματώ στα ανοιχτα 3. (αμτβ. για ανθρώπους) σταματώ για λίγο τον πόλεμο, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”